1. Λέξη
    υδραυλικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υδραυλικό - υλικός)
  2. Συνώνυμα
    • σωληνάς
    • βυρσοδέψης
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην εγκατάσταση και επισκευή υδραυλικών εγκαταστάσεων.
    • Προσωπικό που ασχολείται με τη συντήρηση σωληνώσεων και συστημάτων ύδρευσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υδραυλικός ήρθε να φτιάξει τη σπασμένη βρύση.
    • Χρειαζόμαστε έναν υδραυλικό για να ελέγξει τη διαρροή στο μπάνιο.
    2