Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπαγορεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
απαγορεύω
)
Συνώνυμα
διατάσσω
προστάζω
εντολή δίνω
3
Αντώνυμα
υπακούω
παραιτούμαι
αποποιούμαι
3
Ορισμός
Εκδίδω εντολές ή οδηγίες με αυθορμησία και αυστηρότητα.
Προσδιορίζω ή καθορίζω κάτι με αυθεντικό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο διοικητής υπαγόρευσε στους στρατιώτες τις κινήσεις τους.
Ο νόμος υπαγορεύει τις υποχρεώσεις των πολιτών.
2