1. Λέξη
    υπαγορεύω (ρήμα) - (παρόμοια: απαγορεύω)
  2. Συνώνυμα
    • διατάσσω
    • προστάζω
    • εντολή δίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπακούω
    • παραιτούμαι
    • αποποιούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκδίδω εντολές ή οδηγίες με αυθορμησία και αυστηρότητα.
    • Προσδιορίζω ή καθορίζω κάτι με αυθεντικό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διοικητής υπαγόρευσε στους στρατιώτες τις κινήσεις τους.
    • Ο νόμος υπαγορεύει τις υποχρεώσεις των πολιτών.
    2