1. Λέξη
    υπαινιγμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πνιγμός)
  2. Συνώνυμα
    • νύξη
    • υπονοούμενο
    • ενδειξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • σαφήνεια
    • άμεση δήλωση
    • ευθεία έκφραση
    3
  4. Ορισμός
    • Έμμεση αναφορά ή υπόδειξη σε κάτι, χωρίς να το αναφέρει κανείς ρητά.
    • Μια λεπτή ή έμμεση ένδειξη που υποδηλώνει κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπαινιγμός του ότι γνώριζε το μυστικό με έκανε να ανησυχώ.
    • Η ομιλία της ήταν γεμάτη υπαινιγμούς για την επικείμενη αλλαγή.
    2