Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπαινιγμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πνιγμός
)
Συνώνυμα
νύξη
υπονοούμενο
ενδειξη
3
Αντώνυμα
σαφήνεια
άμεση δήλωση
ευθεία έκφραση
3
Ορισμός
Έμμεση αναφορά ή υπόδειξη σε κάτι, χωρίς να το αναφέρει κανείς ρητά.
Μια λεπτή ή έμμεση ένδειξη που υποδηλώνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο υπαινιγμός του ότι γνώριζε το μυστικό με έκανε να ανησυχώ.
Η ομιλία της ήταν γεμάτη υπαινιγμούς για την επικείμενη αλλαγή.
2