Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνιγμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πνιγμένος
-
υπαινιγμός
)
Συνώνυμα
ασφυξία
πνιξιά
αποπνιγμός
3
Αντώνυμα
αναπνοή
ανακούφιση
2
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να αναπνεύσει λόγω έλλειψης αέρα ή άλλου εμποδίου.
Η αίσθηση στενοχώριας ή καταπίεσης.
2
Παραδείγματα
Ο πνιγμός από το κάπνισμα μπορεί να είναι επικίνδυνος.
Ένιωσε έναν πνιγμό στο στήθος του όταν άκουσε τα νέα.
2