1. Λέξη
    πνιγμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πνιγμένος - υπαινιγμός)
  2. Συνώνυμα
    • ασφυξία
    • πνιξιά
    • αποπνιγμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναπνοή
    • ανακούφιση
    2
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να αναπνεύσει λόγω έλλειψης αέρα ή άλλου εμποδίου.
    • Η αίσθηση στενοχώριας ή καταπίεσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πνιγμός από το κάπνισμα μπορεί να είναι επικίνδυνος.
    • Ένιωσε έναν πνιγμό στο στήθος του όταν άκουσε τα νέα.
    2