1. Λέξη
    υπεράνω (-) - (παρόμοια: υπεράνθρωπος - υπερβαίνω - υπεράσπιση)
  2. Συνώνυμα
    • πάνω από
    • ανώτερα από
    • εκτός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κάτω από
    • υποκείμενο
    • μέσα σε
    3
  4. Ορισμός
    • Σε θέση ψηλότερη από κάτι άλλο.
    • Σε βαθμό ή ποσότητα μεγαλύτερη από κάτι άλλο.
    • Πέρα από τα όρια ή τα μέτρα κάποιου πράγματος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το αεροπλάνο πετάει υπεράνω των νεφών.
    • Η θερμοκρασία ήταν υπεράνω των 30 βαθμών.
    • Αυτές οι πράξεις είναι υπεράνω κάθε υποψίας.
    3