Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπερβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
υπεράνω
-
υπερβολή
)
Συνώνυμα
ξεπεράω
υπερπηδώ
διαπερνώ
3
Αντώνυμα
υποχωρώ
υποκύπτω
παραιτούμαι
3
Ορισμός
Περνώ πέρα από κάποιο όριο ή φράγμα.
Υπερβαίνω τις δυνατότητες ή τις προσδοκίες.
Παραβιάζω κάποιον κανόνα ή νόμο.
3
Παραδείγματα
Ο αθλητής κατάφερε να υπερβεί το παγκόσμιο ρεκόρ.
Η συμπεριφορά του υπερβαίνει κάθε όριο ευγένειας.
Οι πράξεις του υπερέβησαν τον νόμο και τιμωρήθηκαν.
3