1. Λέξη
    υπερβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: υποβάλλω - υπερβολή)
  2. Συνώνυμα
    • ξεπεράσω
    • υπερτερώ
    • υπερέχω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπολείπομαι
    • υποχωρώ
    • υποτάσσομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Παραβιάζω κάποιο όριο ή μέτρο.
    • Είμαι υπερβολικά μεγάλος σε σχέση με κάτι άλλο.
    • Κάνω κάτι σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι δαπάνες του υπερβαίνουν τα έσοδά του.
    • Η αγάπη της για τη μουσική υπερβαίνει κάθε προσδοκία.
    • Οι επιδόσεις του υπερέβησαν όλες τις προηγούμενες.
    3