Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπερβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
υποβάλλω
-
υπερβολή
)
Συνώνυμα
ξεπεράσω
υπερτερώ
υπερέχω
3
Αντώνυμα
υπολείπομαι
υποχωρώ
υποτάσσομαι
3
Ορισμός
Παραβιάζω κάποιο όριο ή μέτρο.
Είμαι υπερβολικά μεγάλος σε σχέση με κάτι άλλο.
Κάνω κάτι σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό.
3
Παραδείγματα
Οι δαπάνες του υπερβαίνουν τα έσοδά του.
Η αγάπη της για τη μουσική υπερβαίνει κάθε προσδοκία.
Οι επιδόσεις του υπερέβησαν όλες τις προηγούμενες.
3