Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπερβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπερβολικά
-
υπερβολικός
-
υποβολή
-
υπερβάλλω
-
υπερβαίνω
)
Συνώνυμα
μεγάλη ποσότητα
απόλυτη υπερβολή
υπερβάλλουσα δήλωση
3
Αντώνυμα
υποτίμηση
υποβάθμιση
υποεκτίμηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να λέει ή να κάνει κάποιος κάτι σε βαθμό που ξεπερνάει τα όρια της πραγματικότητας ή της λογικής.
Μια ρητορική φιγούρα που χρησιμοποιείται για να τονίσει μια ιδέα ή μια κατάσταση με την υπερβολική περιγραφή της.
2
Παραδείγματα
Οι δηλώσεις του για την οικονομική κρίση ήταν μια υπερβολή.
Η υπερβολή στο ύφος του έκανε δύσκολη την κατανόηση του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος.
2