1. Λέξη
    υπερβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υπερβολικά - υπερβολικός - υποβολή - υπερβάλλω - υπερβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • μεγάλη ποσότητα
    • απόλυτη υπερβολή
    • υπερβάλλουσα δήλωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποτίμηση
    • υποβάθμιση
    • υποεκτίμηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να λέει ή να κάνει κάποιος κάτι σε βαθμό που ξεπερνάει τα όρια της πραγματικότητας ή της λογικής.
    • Μια ρητορική φιγούρα που χρησιμοποιείται για να τονίσει μια ιδέα ή μια κατάσταση με την υπερβολική περιγραφή της.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δηλώσεις του για την οικονομική κρίση ήταν μια υπερβολή.
    • Η υπερβολή στο ύφος του έκανε δύσκολη την κατανόηση του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος.
    2