Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπηρετούσα (ρήμα) - (παρόμοια:
υπηρετώ
)
Συνώνυμα
εξυπηρετούσα
βοηθούσα
υποστηρίζω
3
Αντώνυμα
αγνοούσα
απορρίπτω
παραμελώ
3
Ορισμός
Παρείχα βοήθεια ή υπηρεσία σε κάποιον.
Εκτελούσα καθήκοντα ή εργασίες για λογαριασμό κάποιου.
Συντηρούσα ή διατηρούσα κάτι σε λειτουργία.
3
Παραδείγματα
Τον υπηρετούσα με αφοσίωση για πολλά χρόνια.
Υπηρετούσα τους πελάτες με χαμόγελο και ευγένεια.
Ως στρατιώτης, υπηρετούσα τη χώρα μου με περηφάνια.
3