1. Λέξη
    υπηρετούσα (ρήμα) - (παρόμοια: υπηρετώ)
  2. Συνώνυμα
    • εξυπηρετούσα
    • βοηθούσα
    • υποστηρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοούσα
    • απορρίπτω
    • παραμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Παρείχα βοήθεια ή υπηρεσία σε κάποιον.
    • Εκτελούσα καθήκοντα ή εργασίες για λογαριασμό κάποιου.
    • Συντηρούσα ή διατηρούσα κάτι σε λειτουργία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τον υπηρετούσα με αφοσίωση για πολλά χρόνια.
    • Υπηρετούσα τους πελάτες με χαμόγελο και ευγένεια.
    • Ως στρατιώτης, υπηρετούσα τη χώρα μου με περηφάνια.
    3