1. Λέξη
    υπηρετώ (ρήμα) - (παρόμοια: εξυπηρετώ - υπηρετούσα - υπηρεσία)
  2. Συνώνυμα
    • εξυπηρετώ
    • υποστηρίζω
    • βοηθώ
    • εξυπηρετώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • εμποδίζω
    • δυσκολεύω
    • αποθαρρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Παρέχω υπηρεσίες ή βοήθεια σε κάποιον.
    • Εκτελώ καθήκοντα ή εργασίες για λογαριασμό κάποιου ή κάποιου οργανισμού.
    • Λειτουργώ ως μέλος ή εκπρόσωπος ενός οργανισμού ή ομάδας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης υπηρετεί τη χώρα του με αφοσίωση.
    • Η εταιρεία υπηρετεί πελάτες από όλο τον κόσμο.
    • Ο υπάλληλος υπηρετεί στην εταιρεία εδώ και δέκα χρόνια.
    3