Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπνωτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
τονωτικό
)
Συνώνυμα
νηπτικό
υπνωτιστικό
καταπραϋντικό
3
Αντώνυμα
εξωτικό
διεγερτικό
αφυπνιστικό
3
Ορισμός
Που προκαλεί ύπνο ή βοηθά στον ύπνο.
Που έχει σχέση με τον ύπνο ή τον προκαλεί.
2
Παραδείγματα
Το φάρμακο έχει υπνωτική επίδραση.
Η μουσική ήταν τόσο υπνωτική που με έκανε να κοιμηθώ.
2