1. Λέξη
    υπνωτικό (επίθετο) - (παρόμοια: τονωτικό)
  2. Συνώνυμα
    • νηπτικό
    • υπνωτιστικό
    • καταπραϋντικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξωτικό
    • διεγερτικό
    • αφυπνιστικό
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί ύπνο ή βοηθά στον ύπνο.
    • Που έχει σχέση με τον ύπνο ή τον προκαλεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φάρμακο έχει υπνωτική επίδραση.
    • Η μουσική ήταν τόσο υπνωτική που με έκανε να κοιμηθώ.
    2