Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τονωτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
υπνωτικό
-
μονωτικός
)
Συνώνυμα
ενεργοποιητικό
δυναμωτικό
ζωηρό
3
Αντώνυμα
αποδυναμωτικό
καταθλιπτικό
2
Ορισμός
Που ενισχύει τη σωματική ή ψυχική ευεξία.
Που δίνει ενέργεια ή ζωντάνια.
2
Παραδείγματα
Το πρωινό τσάι ήταν ένα πραγματικό τονωτικό για την ημέρα μου.
Ο καιρός ήταν τονωτικός και με έκανε να νιώθω πιο δραστήριος.
2