1. Λέξη
    τονωτικό (επίθετο) - (παρόμοια: υπνωτικό - μονωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ενεργοποιητικό
    • δυναμωτικό
    • ζωηρό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδυναμωτικό
    • καταθλιπτικό
    2
  4. Ορισμός
    • Που ενισχύει τη σωματική ή ψυχική ευεξία.
    • Που δίνει ενέργεια ή ζωντάνια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πρωινό τσάι ήταν ένα πραγματικό τονωτικό για την ημέρα μου.
    • Ο καιρός ήταν τονωτικός και με έκανε να νιώθω πιο δραστήριος.
    2