Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποβάλλεις (ρήμα) - (παρόμοια:
υποβάλλω
-
υποβάλω
-
υποβάλλουμε
-
υποβάλλομαι
)
Συνώνυμα
προτείνεις
καταθέτεις
υποστηρίζεις
3
Αντώνυμα
αποσύρεις
αρνείσαι
απορρίπτεις
3
Ορισμός
Παρουσιάζω κάτι για εξέταση ή έγκριση.
Υποχρεώνω κάποιον να δεχτεί μια κατάσταση ή μια ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος υποβάλλει τα στοιχεία στο δικαστήριο.
Οι συνθήκες υποβάλλουν τους ανθρώπους σε μεγάλη πίεση.
2