Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπογράψω (ρήμα) - (παρόμοια:
υπογράψτε
-
υπογράφω
-
υπογραφή
-
γράψω
)
Συνώνυμα
υπογράφω
υποδεικνύω
επιβεβαιώνω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αρνούμαι
2
Ορισμός
Τοποθετώ την υπογραφή μου σε ένα έγγραφο για να το επικυρώσω ή να δηλώσω ότι συμφωνώ με το περιεχόμενό του.
Επισημαίνω ή υποδεικνύω κάτι με την υπογραφή μου.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να υπογράψω τη σύμβαση πριν την υποβολή της.
Ο καλλιτέχνης υπογράφει τα έργα του για να τα κάνει πιο πολύτιμα.
2