1. Λέξη
    υπομένω (ρήμα) - (παρόμοια: απομένω)
  2. Συνώνυμα
    • αντέχω
    • αντιμετωπίζω
    • υποφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • παραιτούμαι
    • αποτυγχάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να διατηρώ την υπομονή μου ή να αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση χωρίς να παραιτούμαι.
    • Να υποφέρω κάτι δυσάρεστο ή επώδυνο με υπομονή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να υπομένουμε τις δυσκολίες για να πετύχουμε τους στόχους μας.
    • Υπέμεινε τον πόνο χωρίς να παραπονεθεί.
    2