Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απομένω (ρήμα) - (παρόμοια:
υπομένω
-
απομονώνω
-
απομακρύνω
)
Συνώνυμα
παραμένω
διατηρούμαι
επιβιώνω
3
Αντώνυμα
φεύγω
εγκαταλείπω
εξαφανίζομαι
3
Ορισμός
Να συνεχίζω να υπάρχω ή να είμαι σε μια κατάσταση.
Να παραμένω σε ένα μέρος ή μια κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Απομένει μόνο ένας μήνας μέχρι τις διακοπές.
Αν και όλοι έφυγαν, αυτός απομένει πιστός στις αρχές του.
2