Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποψιάζεται (ρήμα) - (παρόμοια:
υποψιάζονται
-
υποψιάζομαι
-
υποτίθεται
-
χρειάζεται
)
Συνώνυμα
υποπτεύεται
αμφιβάλλει
προσέχει
3
Αντώνυμα
εμπιστεύεται
πιστεύει
βεβαιώνει
3
Ορισμός
Να έχεις ανησυχίες ή αμφιβολίες για κάποιον ή κάτι.
Να θεωρείς κάποιον ύποπτο για κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο αστυνόμος υποψιάζεται τον γείτονά του για την κλοπή.
Υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτήν την κατάσταση.
2