1. Λέξη
    υποψιάζεται (ρήμα) - (παρόμοια: υποψιάζονται - υποψιάζομαι - υποτίθεται - χρειάζεται)
  2. Συνώνυμα
    • υποπτεύεται
    • αμφιβάλλει
    • προσέχει
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμπιστεύεται
    • πιστεύει
    • βεβαιώνει
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχεις ανησυχίες ή αμφιβολίες για κάποιον ή κάτι.
    • Να θεωρείς κάποιον ύποπτο για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αστυνόμος υποψιάζεται τον γείτονά του για την κλοπή.
    • Υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτήν την κατάσταση.
    2