Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποψιάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
υποψιάζονται
-
υποψιάζεται
-
βιάζομαι
-
υποσχομαι
-
υποδύομαι
-
νοιάζομαι
-
υποστηρίζομαι
-
χρειάζομαι
-
θυσιάζομαι
-
υποδέχομαι
)
Συνώνυμα
αμφιβάλλω
διστάζω
αναρωτιέμαι
3
Αντώνυμα
εμπιστεύομαι
πιστεύω
βεβαιώνομαι
3
Ορισμός
Να έχω αβεβαιότητα ή δυσπιστία για κάτι ή κάποιον.
Να υποθέτω ότι κάτι μπορεί να είναι αληθινό χωρίς να έχω απόλυτη βεβαιότητα.
2
Παραδείγματα
Υποψιάζομαι ότι μου λέει ψέματα.
Δεν τον υποψιάζομαι για τέτοια πράξη.
2