1. Συνώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • διστάζω
    • αναρωτιέμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • εμπιστεύομαι
    • πιστεύω
    • βεβαιώνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να έχω αβεβαιότητα ή δυσπιστία για κάτι ή κάποιον.
    • Να υποθέτω ότι κάτι μπορεί να είναι αληθινό χωρίς να έχω απόλυτη βεβαιότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Υποψιάζομαι ότι μου λέει ψέματα.
    • Δεν τον υποψιάζομαι για τέτοια πράξη.
    2