1. Λέξη
    υποψιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια: υποστώ)
  2. Συνώνυμα
    • υποπτεύω
    • φαντάζομαι
    • υποθέτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαβεβαιώνω
    • βεβαιώνω
    • επιβεβαιώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω την αίσθηση ότι κάτι μπορεί να είναι αλήθεια ή να συμβαίνει, χωρίς να έχω σαφή στοιχεία.
    • Να κάνω μια εικασία ή να έχω μια υποψία για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν δεν απαντούσε στα τηλέφωνα μου.
    • Μην υποψιαστείς τα χειρότερα πριν να έχεις όλα τα δεδομένα.
    2