Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποψιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
υποστώ
)
Συνώνυμα
υποπτεύω
φαντάζομαι
υποθέτω
3
Αντώνυμα
διαβεβαιώνω
βεβαιώνω
επιβεβαιώνω
3
Ορισμός
Να έχω την αίσθηση ότι κάτι μπορεί να είναι αλήθεια ή να συμβαίνει, χωρίς να έχω σαφή στοιχεία.
Να κάνω μια εικασία ή να έχω μια υποψία για κάτι.
2
Παραδείγματα
Άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν δεν απαντούσε στα τηλέφωνα μου.
Μην υποψιαστείς τα χειρότερα πριν να έχεις όλα τα δεδομένα.
2