Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
υποψιαστώ
-
υποστηρίξω
-
υποστηρίζω
-
υποστήριξη
)
Συνώνυμα
αντέχω
αντιμετωπίζω
υπομένω
3
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
παραιτούμαι
αποτυγχάνω
3
Ορισμός
Να αντέχω σε δύσκολες συνθήκες ή καταστάσεις.
Να υπομένω κάτι δυσάρεστο ή επώδυνο.
Να διατηρώ τη θέση ή την ύπαρξή μου παρά τις δυσκολίες.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να υποστώ τις συνέπειες των πράξεών μου.
Ο ασθενής θα πρέπει να υποστεί μια δύσκολη θεραπεία.
Η οικογένεια υποστήκε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.
3