1. Λέξη
    υποστώ (ρήμα) - (παρόμοια: υποψιαστώ - υποστηρίξω - υποστηρίζω - υποστήριξη)
  2. Συνώνυμα
    • αντέχω
    • αντιμετωπίζω
    • υπομένω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • παραιτούμαι
    • αποτυγχάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αντέχω σε δύσκολες συνθήκες ή καταστάσεις.
    • Να υπομένω κάτι δυσάρεστο ή επώδυνο.
    • Να διατηρώ τη θέση ή την ύπαρξή μου παρά τις δυσκολίες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να υποστώ τις συνέπειες των πράξεών μου.
    • Ο ασθενής θα πρέπει να υποστεί μια δύσκολη θεραπεία.
    • Η οικογένεια υποστήκε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.
    3