Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπόλοιπο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπόλοιπος
-
υπόλογος
)
Συνώνυμα
υπόλειμμα
περίσσευμα
απομένων
3
Αντώνυμα
ολότητα
σύνολο
πλήρωμα
3
Ορισμός
Το μέρος που απομένει από ένα σύνολο μετά την αφαίρεση ή τη χρήση ενός μέρους του.
Η διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση ενός αριθμού από έναν άλλο.
2
Παραδείγματα
Το υπόλοιπο του γεύματος θα το φάμε αύριο.
Μετά την πληρωμή των χρεών, το υπόλοιπο ποσό θα επιστραφεί στον πελάτη.
2