1. Λέξη
    υπόλοιπο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υπόλοιπος - υπόλογος)
  2. Συνώνυμα
    • υπόλειμμα
    • περίσσευμα
    • απομένων
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολότητα
    • σύνολο
    • πλήρωμα
    3
  4. Ορισμός
    • Το μέρος που απομένει από ένα σύνολο μετά την αφαίρεση ή τη χρήση ενός μέρους του.
    • Η διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση ενός αριθμού από έναν άλλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το υπόλοιπο του γεύματος θα το φάμε αύριο.
    • Μετά την πληρωμή των χρεών, το υπόλοιπο ποσό θα επιστραφεί στον πελάτη.
    2