Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπόλοιπος (επίθετο) - (παρόμοια:
υπόλοιπο
-
υπόλογος
)
Συνώνυμα
επίλοιπος
λοιπός
υπολειπόμενος
3
Αντώνυμα
ολόκληρος
πλήρης
ολοκληρωμένος
3
Ορισμός
Αυτός που απομένει μετά από κάποια διαδικασία ή ενέργεια.
Αυτός που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή καταναλωθεί.
2
Παραδείγματα
Το υπόλοιπο ποσό θα καταβληθεί την επόμενη εβδομάδα.
Μένει μόνο το υπόλοιπο κομμάτι της τούρτας.
2