Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υψηλότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υψηλός
-
υψηλότατος
-
απλότητα
)
Συνώνυμα
μεγαλείο
ανώτερος
ευγένεια
3
Αντώνυμα
ταπεινότητα
χαμηλότητα
απλότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι υψηλό σε στάση, βαθμό ή θέση.
Τίτλος που απονέμεται σε ανώτερους αξιωματούχους ή ευγενείς.
2
Παραδείγματα
Η υψηλότητα του βουνού μαγεύει τους επισκέπτες.
Η Αυτού Υψηλότητα ο Πρίγκιπας επισκέφθηκε την πόλη.
2