1. Λέξη
    υψηλότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υψηλός - υψηλότατος - απλότητα)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλείο
    • ανώτερος
    • ευγένεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινότητα
    • χαμηλότητα
    • απλότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι υψηλό σε στάση, βαθμό ή θέση.
    • Τίτλος που απονέμεται σε ανώτερους αξιωματούχους ή ευγενείς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η υψηλότητα του βουνού μαγεύει τους επισκέπτες.
    • Η Αυτού Υψηλότητα ο Πρίγκιπας επισκέφθηκε την πόλη.
    2