1. Λέξη
    υψηλός (επίθετο) - (παρόμοια: ψηλός - υψηλότητα - υψηλόβαθμο - υψηλότατος - υψηλόβαθμος)
  2. Συνώνυμα
    • ψηλός
    • ανυψωμένος
    • υπερυψωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαμηλός
    • κοντός
    • χαμηλωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Έχοντας μεγάλο ύψος ή απόσταση από το έδαφος.
    • Έχοντας υψηλή θέση ή βαθμό σε μια ιεραρχία ή κλίμακα.
    • Έχοντας υψηλή ποιότητα ή αξία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το βουνό είναι πολύ υψηλό και δύσκολο να ανεβείς.
    • Ο υψηλός αξιωματικός έδωσε εντολές για την επιχείρηση.
    • Η υψηλή ποιότητα του προϊόντος το κάνει πολύ δημοφιλές.
    3