Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υψώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
υψώνομαι
)
Συνώνυμα
ανυψώνω
σηκώνω
υψώ
3
Αντώνυμα
κατεβάζω
χαμηλώνω
ρίχνω
3
Ορισμός
Να κινώ κάτι προς τα πάνω, να το ανεβάζω σε μεγαλύτερο ύψος.
Να δίνω μεγαλύτερη σημασία ή αξία σε κάτι ή κάποιον.
Να αυξάνω το επίπεδο ή την ποιότητα κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο εργάτης υψώνει το σφυρί για να χτυπήσει το καρφί.
Η ομιλία του υψώνει το ηθικό των παρευρισκομένων.
Πρέπει να υψώσουμε τα στάνταρ της εκπαίδευσης.
3