1. Λέξη
    υψώνω (ρήμα) - (παρόμοια: υψώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ανυψώνω
    • σηκώνω
    • υψώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβάζω
    • χαμηλώνω
    • ρίχνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κινώ κάτι προς τα πάνω, να το ανεβάζω σε μεγαλύτερο ύψος.
    • Να δίνω μεγαλύτερη σημασία ή αξία σε κάτι ή κάποιον.
    • Να αυξάνω το επίπεδο ή την ποιότητα κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο εργάτης υψώνει το σφυρί για να χτυπήσει το καρφί.
    • Η ομιλία του υψώνει το ηθικό των παρευρισκομένων.
    • Πρέπει να υψώσουμε τα στάνταρ της εκπαίδευσης.
    3