Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υψώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
χώνομαι
-
ενώνομαι
-
υψώνω
-
αγχώνομαι
-
απλώνομαι
-
σηκώνομαι
-
μειώνομαι
-
αθωώνομαι
-
λερώνομαι
)
Συνώνυμα
ανεβαίνω
σηκώνομαι
αναρριχώμαι
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
πέφτω
χαμηλώνω
3
Ορισμός
Να μετακινούμαι προς τα πάνω.
Να αυξάνω το ύψος μου ή κάποιου άλλου αντικειμένου.
Να ανέρχομαι σε βαθμό, θέση ή στάδιο.
3
Παραδείγματα
Το αερόστατο υψώθηκε στον ουρανό.
Ο λόφος υψώνεται πίσω από το χωριό.
Η θερμοκρασία υψώθηκε σημαντικά το μεσημέρι.
3