1. Συνώνυμα
    • ανεβαίνω
    • σηκώνομαι
    • αναρριχώμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • κατεβαίνω
    • πέφτω
    • χαμηλώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να μετακινούμαι προς τα πάνω.
    • Να αυξάνω το ύψος μου ή κάποιου άλλου αντικειμένου.
    • Να ανέρχομαι σε βαθμό, θέση ή στάδιο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το αερόστατο υψώθηκε στον ουρανό.
    • Ο λόφος υψώνεται πίσω από το χωριό.
    • Η θερμοκρασία υψώθηκε σημαντικά το μεσημέρι.
    3