Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φάρμακο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φάρμα
-
φάρμερ
-
ποντικοφάρμακο
)
Συνώνυμα
φαρμακευτικό
θεραπευτικό
φαρμακευτική ουσία
3
Αντώνυμα
δηλητήριο
τοξίνη
2
Ορισμός
Ουσία που χρησιμοποιείται για την πρόληψη, τη θεραπεία ή την ανακούφιση των συμπτωμάτων μιας ασθένειας.
Κάθε μέσο ή μέθοδος που χρησιμοποιείται για την επίλυση ενός προβλήματος ή την ανακούφιση μιας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός του έγραψε ένα φάρμακο για τον πυρετό.
Η αγάπη είναι το καλύτερο φάρμακο για την ψυχή.
2