Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φάρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φάροου
-
φαντάρος
)
Συνώνυμα
πυργοφάρος
φανός
σημαδούρα
3
Αντώνυμα
σκοτάδι
αφάνεια
2
Ορισμός
Μεγάλος πύργος ή κατασκευή που βρίσκεται συνήθως σε ακρωτήρια ή νησιά και φωτίζει για να καθοδηγεί τα πλοία.
Σύμβολο καθοδήγησης ή ελπίδας.
2
Παραδείγματα
Ο φάρος της Αλεξάνδρειας ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Ο φάρος στο ακρωτήριο δείχνει το δρόμο στους ναυτικούς.
2