1. Λέξη
    φάρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φάροου - φαντάρος)
  2. Συνώνυμα
    • πυργοφάρος
    • φανός
    • σημαδούρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκοτάδι
    • αφάνεια
    2
  4. Ορισμός
    • Μεγάλος πύργος ή κατασκευή που βρίσκεται συνήθως σε ακρωτήρια ή νησιά και φωτίζει για να καθοδηγεί τα πλοία.
    • Σύμβολο καθοδήγησης ή ελπίδας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φάρος της Αλεξάνδρειας ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
    • Ο φάρος στο ακρωτήριο δείχνει το δρόμο στους ναυτικούς.
    2