Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φαντάρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φαντάζω
-
φάρος
)
Συνώνυμα
στρατιώτης
στρατευόμενος
νεοσύλλεκτος
3
Αντώνυμα
αξιωματικός
στρατηγός
ανώτερος
3
Ορισμός
Ο νεοσύλλεκτος ή γενικά ο στρατιώτης που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία.
Οποιοσδήποτε στρατιώτης, ειδικά σε χαμηλόβαθμη θέση.
2
Παραδείγματα
Ο φαντάρος έκανε βασική εκπαίδευση για δύο μήνες.
Οι φαντάροι παρέλασαν κατά την εθνική επέτειο.
2