1. Λέξη
    φαντάρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φαντάζω - φάρος)
  2. Συνώνυμα
    • στρατιώτης
    • στρατευόμενος
    • νεοσύλλεκτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αξιωματικός
    • στρατηγός
    • ανώτερος
    3
  4. Ορισμός
    • Ο νεοσύλλεκτος ή γενικά ο στρατιώτης που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία.
    • Οποιοσδήποτε στρατιώτης, ειδικά σε χαμηλόβαθμη θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φαντάρος έκανε βασική εκπαίδευση για δύο μήνες.
    • Οι φαντάροι παρέλασαν κατά την εθνική επέτειο.
    2