Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φέρομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
φέρνομαι
-
αναφέρομαι
-
παραφέρομαι
-
μεταφέρομαι
-
περιφέρομαι
-
προσφέρομαι
-
φέρονται
-
ενδιαφέρομαι
-
συμπεριφέρομαι
)
Συνώνυμα
συμπεριφέρομαι
εξυπηρετώ
αντιδρώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αποφεύγω
παραμελώ
3
Ορισμός
Να ενεργώ ή να συμπεριφέρομαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Να μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
Να αντιδρώ σε μια κατάσταση ή σε κάποιον.
3
Παραδείγματα
Πώς πρέπει να φέρομαι σε τέτοιες καταστάσεις;
Οι υπάλληλοι φέρθηκαν πολύ ευγενικά στους πελάτες.
Το φορτηγό φέρει τα εμπορεύματα από τη μία πόλη στην άλλη.
3