Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταφέρομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μεταφέρουν
-
μεταφέρω
-
μεταφέρουμε
-
αναφέρομαι
-
φέρομαι
-
παραφέρομαι
-
μετατρέπομαι
-
ενδιαφέρομαι
-
μεταμφιέζομαι
)
Συνώνυμα
κινώ
μετακινώ
μεταφέρω
3
Αντώνυμα
παραμένω
μένω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
1. Να μετακινηθεί από ένα μέρος σε άλλο.
2. Να μεταφερθεί μια ιδέα ή πληροφορία από ένα άτομο σε άλλο.
3. Να μεταφερθεί μια αίσθηση ή συναίσθημα.
3
Παραδείγματα
Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο.
Η ιδέα μεταφέρθηκε από τον έναν στον άλλον μέσω της συζήτησης.
Η χαρά του μεταφέρθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους.
3