1. Συνώνυμα
    • κινώ
    • μετακινώ
    • μεταφέρω
    3
  2. Αντώνυμα
    • παραμένω
    • μένω
    • σταθεροποιώ
    3
  3. Ορισμός
    • 1. Να μετακινηθεί από ένα μέρος σε άλλο.
    • 2. Να μεταφερθεί μια ιδέα ή πληροφορία από ένα άτομο σε άλλο.
    • 3. Να μεταφερθεί μια αίσθηση ή συναίσθημα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο.
    • Η ιδέα μεταφέρθηκε από τον έναν στον άλλον μέσω της συζήτησης.
    • Η χαρά του μεταφέρθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους.
    3