1. Λέξη
    φανατικός (επίθετο) - (παρόμοια: φανταστικός - ηπατικός - στατικός - κρατικός)
  2. Συνώνυμα
    • εμμονικός
    • προσηλωμένος
    • οπαδός
    • θαυμαστής
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • αποστατημένος
    • αμέτοχος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δείχνει υπερβολικό και ακραίο ενθουσιασμό ή αφοσίωση σε κάτι.
    • Που χαρακτηρίζεται από ακραίες απόψεις ή συμπεριφορά, ιδιαίτερα σε θρησκευτικά ή πολιτικά θέματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φανατικός οπαδός υποστήριζε την ομάδα του σε κάθε αγώνα.
    • Η φανατική πίστη της σε μια ιδέα την έκανε να μην ακούει κανέναν άλλον.
    2