1. Λέξη
    φανταχτερός (επίθετο) - (παρόμοια: φανταχτερή - φανερός)
  2. Συνώνυμα
    • ζωηρός
    • χρωματιστός
    • λαμπερός
    • ζωηρός
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποχρωματισμένος
    • θαμπός
    • μονότονος
    3
  4. Ορισμός
    • που εντυπωσιάζει με τα ζωηρά του χρώματα ή την έντονη εμφάνισή του
    • που προκαλεί το ενδιαφέρον ή την προσοχή λόγω της εμφάνισής του
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η φανταχτερή ενδυμασία της έκανε όλους να την κοιτάζουν.
    • Το φανταχτερό διαμέρισμα ήταν γεμάτο έντονα χρώματα και πρωτότυπα έπιπλα.
    2