1. Λέξη
    φανερός (επίθετο) - (παρόμοια: φανταχτερός - φανερώνω - φανεί)
  2. Συνώνυμα
    • εμφανής
    • προφανής
    • σαφής
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρυφός
    • αόρατος
    • ασαφής
    3
  4. Ορισμός
    • Που είναι εύκολα αντιληπτός ή ορατός.
    • Που δεν κρύβεται ή δεν αποκρύπτεται.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος ήταν φανερός στον ορίζοντα.
    • Η αλήθεια είναι πάντα φανερή για όσους θέλουν να τη δουν.
    2