1. Λέξη
    φανώ (ρήμα) - (παρόμοια: φανκ - φανεί)
  2. Συνώνυμα
    • εμφανίζομαι
    • εξαφανίζομαι
    • φαίνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρύβομαι
    • εξαφανίζομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Εμφανίζομαι ξαφνικά ή απροσδόκητα.
    • Γίνομαι ορατός ή γνωστός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος φάνηκε από πίσω από τα σύννεφα.
    • Φάνηκε ξαφνικά μπροστά μου χωρίς προειδοποίηση.
    2