Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φανώ (ρήμα) - (παρόμοια:
φανκ
-
φανεί
)
Συνώνυμα
εμφανίζομαι
εξαφανίζομαι
φαίνομαι
3
Αντώνυμα
κρύβομαι
εξαφανίζομαι
2
Ορισμός
Εμφανίζομαι ξαφνικά ή απροσδόκητα.
Γίνομαι ορατός ή γνωστός.
2
Παραδείγματα
Ο ήλιος φάνηκε από πίσω από τα σύννεφα.
Φάνηκε ξαφνικά μπροστά μου χωρίς προειδοποίηση.
2