Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φανεί (ρήμα) - (παρόμοια:
φανερός
-
φανώ
-
φανκ
-
φανερώνω
-
φανελάκι
)
Συνώνυμα
εμφανίζομαι
εξαφανίζομαι
προβάλλω
φαίνομαι
4
Αντώνυμα
εξαφανίζομαι
κρύβομαι
2
Ορισμός
Να γίνει ορατός ή να γίνει αντιληπτός.
Να δοθεί η εντύπωση ότι κάτι είναι αληθινό ή υπάρχει.
Να παρουσιαστεί κάπου δημόσια ή να εμφανιστεί σε κάποιο μέρος.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος φάνηκε πίσω από τα σύννεφα.
Φάνηκε πολύ κουρασμένος μετά τη δουλειά.
Ο ηθοποιός φάνηκε στην πρεμιέρα της ταινίας.
3