1. Λέξη
    φανεί (ρήμα) - (παρόμοια: φανερός - φανώ - φανκ - φανερώνω - φανελάκι)
  2. Συνώνυμα
    • εμφανίζομαι
    • εξαφανίζομαι
    • προβάλλω
    • φαίνομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • εξαφανίζομαι
    • κρύβομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να γίνει ορατός ή να γίνει αντιληπτός.
    • Να δοθεί η εντύπωση ότι κάτι είναι αληθινό ή υπάρχει.
    • Να παρουσιαστεί κάπου δημόσια ή να εμφανιστεί σε κάποιο μέρος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος φάνηκε πίσω από τα σύννεφα.
    • Φάνηκε πολύ κουρασμένος μετά τη δουλειά.
    • Ο ηθοποιός φάνηκε στην πρεμιέρα της ταινίας.
    3