1. Λέξη
    φαρμακευτικός (επίθετο) - (παρόμοια: φαρμακευτική - κολακευτικός - φαρμακείο)
  2. Συνώνυμα
    • θεραπευτικός
    • ιατρικός
    • φαρμακολογικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • τοξικός
    • βλαβερός
    • επιβλαβής
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τα φάρμακα ή τη φαρμακευτική επιστήμη.
    • Που έχει θεραπευτικές ιδιότητες ή χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς.
    • Αναφέρεται σε ουσίες που χρησιμοποιούνται στην ιατρική για την πρόληψη, τη θεραπεία ή την ανακούφιση ασθενειών.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η φαρμακευτική βιομηχανία αναπτύσσει συνεχώς νέα φάρμακα.
    • Το φυτό αυτό έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική.
    • Ο φαρμακευτικός κλάδος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς στον τομέα της υγείας.
    3