Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φαρμακευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
φαρμακευτική
-
κολακευτικός
-
φαρμακείο
)
Συνώνυμα
θεραπευτικός
ιατρικός
φαρμακολογικός
3
Αντώνυμα
τοξικός
βλαβερός
επιβλαβής
3
Ορισμός
Σχετικός με τα φάρμακα ή τη φαρμακευτική επιστήμη.
Που έχει θεραπευτικές ιδιότητες ή χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς.
Αναφέρεται σε ουσίες που χρησιμοποιούνται στην ιατρική για την πρόληψη, τη θεραπεία ή την ανακούφιση ασθενειών.
3
Παραδείγματα
Η φαρμακευτική βιομηχανία αναπτύσσει συνεχώς νέα φάρμακα.
Το φυτό αυτό έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική.
Ο φαρμακευτικός κλάδος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς στον τομέα της υγείας.
3