Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φαρμακείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φαρμακευτική
-
φαρμακευτικός
-
φαρμακοποιός
)
Συνώνυμα
φαρμακείο
φαρμακείο
φαρμακείο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Εμπορικό κατάστημα όπου πωλούνται φάρμακα και άλλα προϊόντα υγειονομικής φροντίδας.
Ο χώρος όπου παρασκευάζονται και διανέμονται φάρμακα.
2
Παραδείγματα
Πήγα στο φαρμακείο για να αγοράσω μια κρέμα για τον πόνο.
Το φαρμακείο βρίσκεται δίπλα στο νοσοκομείο.
2