Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φασολάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φανελάκι
)
Συνώνυμα
φασόλι
φασουλάκι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό φασόλι, συνήθως αναφέρεται σε νεαρό ή μικρό σε μέγεθος φασόλι.
Τροφή που προέρχεται από τα φασόλια, συχνά χρησιμοποιείται σε σαλάτες ή άλλα πιάτα.
2
Παραδείγματα
Το φασολάκι στο σαλάτα ήταν τραγανό και νόστιμο.
Μου αρέσει να τρώω φασολάκια με ελαιόλαδο και λεμόνι.
2