1. Λέξη
    φασολάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φανελάκι)
  2. Συνώνυμα
    • φασόλι
    • φασουλάκι
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό φασόλι, συνήθως αναφέρεται σε νεαρό ή μικρό σε μέγεθος φασόλι.
    • Τροφή που προέρχεται από τα φασόλια, συχνά χρησιμοποιείται σε σαλάτες ή άλλα πιάτα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φασολάκι στο σαλάτα ήταν τραγανό και νόστιμο.
    • Μου αρέσει να τρώω φασολάκια με ελαιόλαδο και λεμόνι.
    2