Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φανελάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φασολάκι
-
φανεί
-
κουνελάκι
)
Συνώνυμα
μπλουζάκι
μπλούζα
κοντόμάνικο
3
Αντώνυμα
παλτό
μπάλα
πουλόβερ
3
Ορισμός
Ένα ελαφρύ ρούχο με μανίκια που φοριέται στο πάνω μέρος του σώματος.
Ένα κομμάτι ρούχου που φοριέται συνήθως το καλοκαίρι.
2
Παραδείγματα
Φόρεσα το άσπρο φανελάκι μου γιατί ήταν πολύ ζέστη.
Το φανελάκι του ήταν γεμάτο εικόνες από την αγαπημένη του ομάδα.
2