Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φθείρω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαφθείρω
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
αποδυναμώνω
3
Αντώνυμα
επανορθώνω
ανανεώνω
ενισχύω
3
Ορισμός
1. Προκαλώ φθορά ή βλάβη σε κάτι.
2. Εξασθενίζω ή υποβαθμίζω την ποιότητα ή την κατάσταση κάποιου ή κάτι.
3. Σε βιολογικό πλαίσιο, αναφέρεται στην καταστροφή ιστών ή κυττάρων.
3
Παραδείγματα
Η υγρασία μπορεί να φθείρω τα ξύλινα έπιπλα με το πέρασμα του χρόνου.
Οι κακές συνήθειες μπορούν να φθείρουν την υγεία μας.
Οι βλαβεροί μικροοργανισμοί φθείρουν τους βιολογικούς ιστούς.
3