1. Λέξη
    φθείρω (ρήμα) - (παρόμοια: διαφθείρω)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • αποδυναμώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επανορθώνω
    • ανανεώνω
    • ενισχύω
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Προκαλώ φθορά ή βλάβη σε κάτι.
    • 2. Εξασθενίζω ή υποβαθμίζω την ποιότητα ή την κατάσταση κάποιου ή κάτι.
    • 3. Σε βιολογικό πλαίσιο, αναφέρεται στην καταστροφή ιστών ή κυττάρων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η υγρασία μπορεί να φθείρω τα ξύλινα έπιπλα με το πέρασμα του χρόνου.
    • Οι κακές συνήθειες μπορούν να φθείρουν την υγεία μας.
    • Οι βλαβεροί μικροοργανισμοί φθείρουν τους βιολογικούς ιστούς.
    3