Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φιλήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μιλήσω
-
φιλ
)
Συνώνυμα
αγαπώ
φιλώ
ασπάζομαι
3
Αντώνυμα
μισώ
αποστρέφομαι
2
Ορισμός
Εκφράζω στοργή ή αγάπη μέσω φιλιού.
Αγγίζω κάποιον ή κάτι με τα χείλη ως ένδειξη στοργής, αγάπης ή σεβασμού.
2
Παραδείγματα
Θα σε φιλήσω πριν φύγεις.
Την φίλησε στο μέτωπο ως ένδειξη αγάπης.
2