1. Λέξη
    φιλήσω (ρήμα) - (παρόμοια: μιλήσω - φιλ)
  2. Συνώνυμα
    • αγαπώ
    • φιλώ
    • ασπάζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • μισώ
    • αποστρέφομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω στοργή ή αγάπη μέσω φιλιού.
    • Αγγίζω κάποιον ή κάτι με τα χείλη ως ένδειξη στοργής, αγάπης ή σεβασμού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα σε φιλήσω πριν φύγεις.
    • Την φίλησε στο μέτωπο ως ένδειξη αγάπης.
    2