1. Λέξη
    φοβίζω (ρήμα) - (παρόμοια: φοβία - φοβίσω - φορτίζω)
  2. Συνώνυμα
    • τρομάζω
    • εκφοβίζω
    • απειλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθησυχάζω
    • ενθαρρύνω
    • προστατεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να νιώσει φοβισμένος.
    • Εκμεταλλεύομαι τον φόβο κάποιου για να τον ελέγξω ή να τον πείσω να κάνει κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος φόβιζε τους μαθητές με τις αυστηρές του ποινές.
    • Οι εγκληματίες φόβισαν τους κατοίκους της γειτονιάς με τις απειλές τους.
    2