Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φοβίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
φοβία
-
φοβίσω
-
φορτίζω
)
Συνώνυμα
τρομάζω
εκφοβίζω
απειλώ
3
Αντώνυμα
καθησυχάζω
ενθαρρύνω
προστατεύω
3
Ορισμός
Προκαλώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να νιώσει φοβισμένος.
Εκμεταλλεύομαι τον φόβο κάποιου για να τον ελέγξω ή να τον πείσω να κάνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος φόβιζε τους μαθητές με τις αυστηρές του ποινές.
Οι εγκληματίες φόβισαν τους κατοίκους της γειτονιάς με τις απειλές τους.
2