1. Λέξη
    φορτίζω (ρήμα) - (παρόμοια: φορτίο - φοβίζω - φωτίζω)
  2. Συνώνυμα
    • γεμίζω
    • φορτώνω
    • επιβαρύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδειάζω
    • ξεφορτώνω
    • ανακουφίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να γεμίζω κάτι με ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο ή φορτίο.
    • Να προσθέτω βάρος ή ευθύνη σε κάποιον ή κάτι.
    • Στην ηλεκτρολογία, να παρέχω ηλεκτρική ενέργεια σε μια συσκευή ή μπαταρία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου πριν φύγω.
    • Ο φορτωτής φόρτισε τα εμπορεύματα στο φορτηγό.
    • Η νέα δουλειά τον φόρτισε με πολλές ευθύνες.
    3