Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
φορτίο
-
φοβίζω
-
φωτίζω
)
Συνώνυμα
γεμίζω
φορτώνω
επιβαρύνω
3
Αντώνυμα
αδειάζω
ξεφορτώνω
ανακουφίζω
3
Ορισμός
Να γεμίζω κάτι με ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο ή φορτίο.
Να προσθέτω βάρος ή ευθύνη σε κάποιον ή κάτι.
Στην ηλεκτρολογία, να παρέχω ηλεκτρική ενέργεια σε μια συσκευή ή μπαταρία.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου πριν φύγω.
Ο φορτωτής φόρτισε τα εμπορεύματα στο φορτηγό.
Η νέα δουλειά τον φόρτισε με πολλές ευθύνες.
3