Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φονικό (επίθετο) - (παρόμοια:
φονικός
-
φονιάς
-
χρονικό
)
Συνώνυμα
αιματηρός
βίαιος
θανατηφόρος
3
Αντώνυμα
ειρηνικός
ήπιος
αβλαβής
3
Ορισμός
Που σχετίζεται με τη φόνο ή προκαλεί θάνατο.
Που χαρακτηρίζεται από βία ή αιματοχυσία.
2
Παραδείγματα
Η φονική επίθεση σόκαρε όλη την κοινότητα.
Το φονικό όπλο βρέθηκε στο σημείο του εγκλήματος.
2