1. Λέξη
    φορτώσει (ρήμα) - (παρόμοια: φορτώνω)
  2. Συνώνυμα
    • φορτώνω
    • μπαζώνω
    • γεμίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφορτώνω
    • αδειάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ ή μεταφέρω ένα φορτίο σε κάτι ή κάποιον.
    • Γεμίζω κάτι με περιεχόμενο ή πληροφορίες.
    • Βάζω κάτι σε λειτουργία ή προετοιμάζω για χρήση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να φορτώσεις τα πράγματα στο αμάξι πριν φύγουμε.
    • Μπορείς να φορτώσεις την εφαρμογή στο κινητό σου;
    • Ο δάσκαλος μας είπε να φορτώσουμε τα βιβλία για το επόμενο μάθημα.
    3