Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτώσει (ρήμα) - (παρόμοια:
φορτώνω
)
Συνώνυμα
φορτώνω
μπαζώνω
γεμίζω
3
Αντώνυμα
ξεφορτώνω
αδειάζω
2
Ορισμός
Τοποθετώ ή μεταφέρω ένα φορτίο σε κάτι ή κάποιον.
Γεμίζω κάτι με περιεχόμενο ή πληροφορίες.
Βάζω κάτι σε λειτουργία ή προετοιμάζω για χρήση.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να φορτώσεις τα πράγματα στο αμάξι πριν φύγουμε.
Μπορείς να φορτώσεις την εφαρμογή στο κινητό σου;
Ο δάσκαλος μας είπε να φορτώσουμε τα βιβλία για το επόμενο μάθημα.
3