Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφορτώνω
-
φορτώνομαι
-
φορτώσει
-
φορτίο
)
Συνώνυμα
φορτοφορτώ
επαναφορτώνω
γεμίζω
3
Αντώνυμα
ξεφορτώνω
αδειάζω
2
Ορισμός
Τοποθετώ φορτίο σε κάτι, όπως σε όχημα ή πλοίο.
Εισάγω δεδομένα ή πληροφορίες σε ένα σύστημα ή συσκευή.
Συμπληρώνω κάτι με περιεχόμενο ή υλικό.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να φορτώσουμε τα πράγματα στο φορτηγό πριν φύγουμε.
Μπορείς να φορτώσεις τις φωτογραφίες στον υπολογιστή σου;
Ο δάσκαλος μας είπε να φορτώσουμε τις απαντήσεις στην πλατφόρμα.
3