Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φταίω (ρήμα) - (παρόμοια:
φταίξιμο
)
Συνώνυμα
ενοχοποιώ
κατηγορώ
καταλογίζω
3
Αντώνυμα
αθωώνω
συγχωρώ
απαλλάσσω
3
Ορισμός
Είμαι η αιτία ή ο υπαίτιος για κάτι αρνητικό.
Αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη για κάτι κακό ή λάθος.
2
Παραδείγματα
Εγώ φταίω που αργήσαμε, γιατί ξύπνησα αργά.
Μην φταις τους άλλους για τα λάθη σου.
2