Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φτιάξω (ρήμα) - (παρόμοια:
φτιάξιμο
-
φτιάξουμε
-
ξαναφτιάξω
-
φτιάχνω
)
Συνώνυμα
κατασκευάζω
δημιουργώ
συναρμολογώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
διαλύω
3
Ορισμός
Να δημιουργήσω κάτι, να κατασκευάσω ή να συναρμολογήσω.
Να επισκευάσω ή να διορθώσω κάτι που έχει χαλάσει.
2
Παραδείγματα
Θα φτιάξω ένα νέο τραπέζι για το σαλόνι.
Πρέπει να φτιάξω το ραδιόφωνο που έσπασε.
2