1. Λέξη
    φτιάξω (ρήμα) - (παρόμοια: φτιάξιμο - φτιάξουμε - ξαναφτιάξω - φτιάχνω)
  2. Συνώνυμα
    • κατασκευάζω
    • δημιουργώ
    • συναρμολογώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • διαλύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δημιουργήσω κάτι, να κατασκευάσω ή να συναρμολογήσω.
    • Να επισκευάσω ή να διορθώσω κάτι που έχει χαλάσει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα φτιάξω ένα νέο τραπέζι για το σαλόνι.
    • Πρέπει να φτιάξω το ραδιόφωνο που έσπασε.
    2