1. Λέξη
    φτύσω (ρήμα) - (παρόμοια: φτύσιμο - φτύστης)
  2. Συνώνυμα
    • ξεράνω
    • φτύνω
    2
  3. Αντώνυμα
    • καταπίνω
    1
  4. Ορισμός
    • Εκβάλλω με δύναμη από το στόμα σάλιο ή άλλη ουσία.
    • Εκφράζω περιφρόνηση ή αποστροφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην φτύσεις στο πάτωμα, είναι αγενές.
    • Όταν άκουσε τα ψέματα, απλώς φτύσει και έφυγε.
    2