Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φτύσω (ρήμα) - (παρόμοια:
φτύσιμο
-
φτύστης
)
Συνώνυμα
ξεράνω
φτύνω
2
Αντώνυμα
καταπίνω
1
Ορισμός
Εκβάλλω με δύναμη από το στόμα σάλιο ή άλλη ουσία.
Εκφράζω περιφρόνηση ή αποστροφή.
2
Παραδείγματα
Μην φτύσεις στο πάτωμα, είναι αγενές.
Όταν άκουσε τα ψέματα, απλώς φτύσει και έφυγε.
2